20.4.10

Open Air Bookbuying

Πολλά χρόνια πρωτύτερα είχα, θυμάμαι, ζητήσει από τον ίδιο πάλι το Σεφέρη να μου εξηγήσει τι σήμαινε, στο ποίημα "Ο βασιλιάς της Ασίνης", η φράση "που τον γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα" (δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα). Μου αποκρίθηκε τότε πως τόσο καιρό του χρειάστηκε για να αποτελειώσει το ποίημα. Δε νομίζω πως κανένας αναγνώστης μπορεί να φτάσει ποτέ σε μια τέτοια εξήγηση αβοήθητος ή από μοναχός του. [.....] Και δε νομίζω ακόμα πως η ποίηση ή η τέχνη γενικά κερδίζουν τίποτα από τέτοιες ασάφειες.

Λέει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο νούμερο 777 των Collectanea του.
Εγώ πάλι, είμαι με τον Σεφέρη, ασυζητητί.


* Britain's most enjoyable Bookshop


* * * * * * *

2 σχόλια:

Σταυρούλα είπε...

Δεν ξέρω αν χάνεται η μαγεία να εξηγηθεί κάτι που αποτελεί "προσωπικό ανέκδοτο" του ποιητή. Ίσως ο καθένας να θέλει να το ερμηνεύει κατά βούληση.

Ανώνυμος είπε...

Είναι βέβαια -δεν είχε άδικο ο Λορεντζάτος- οξύμωρο το να παλεύεις να βγάλεις από μέσα σου και να δώσεις ό,τι έχεις κι από την άλλη να μην το κάνεις κρυστάλινα καθαρό σα δροσερό νερό εκείνο που έχεις να γράψεις ή να πεις.
Να σκύψει το πιεί, να ξεδιψάσει ο αναγνώστης, ο ακροατής. Και σαν διψάσει πάλι, να 'ρθεί ξανά στην ίδια πηγή.


Από την άλλη, στον προφορικό λόγο (στην προφορική παράδοση πιο συγκεκριμένα) ο αφηγητής και αυτός που κληρονομεί τον λόγο, τον ελαφραίνει από κάθε τι περισσό και επικεντρώνεται, τονίζει, κατά πώς η κρίση και η φαντασία του τού υπαγορεύει.
Και μοιάζει στον ρου της ιστορίας του το κείμενο, οι διαφορετικές του εκφάνσεις -εκφορές αν θέλεις- σαν έργα ζωγραφικής που διαδέχονται το ένα το άλλο, αλλά που απεικονίζουν με άλλον τρόπο, με άλλη τεχνική, το ίδιο πάντα θέμα.

Η ποίηση, (ίσως περισσότερο από τον πεζό λόγο, αλλά ποιος θα το πει) αυτή, στην οποία ο ρυθμός είναι πιο δεσποτικός και τα λόγια πιο αυστηρά μετρημένα, υπάρχει φορές η χρεία να εργαστεί όπως ο προφορικός λόγος.
Να επιστρέψει στις ρίζες της δηλαδή.

Δεν έχει δύναμη ο ποιητής να βάλει αστερίσκους και παραπομπές. Ούτε μπορεί να είναι η έγνοια του αυτή.
Όταν λοιπόν θα αποσαφηνίσει το με ποιον τρόπο "τον γυρεύουμε", θα βάλει τον τόνο στον τρόπο. Και αυτό ξεστρατίζει το νου από το γεγονός, την αναζήτηση την ίδια.

Αφήνεται με αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης να φορέσει τα ρούχα τού ποιητή. Κι ούτε στενά, ούτε φαρδιά του πέφτουν, αφού κι αυτός μπορεί να αναζητά, χωρίς να είναι ποιητής.


Και όλα τα παραπάνω, βασισμένα σε εικασίες για τις προθέσεις του ποιητή, σαν εκείνες που πάλευε να στηρίξει κατά μόνας ο Λορεντζάτος και ανέτρεψε ο Σεφέρης.