7.7.12

χαίρω πολύ κύριε Χιμένες

Πουέρτο Ρίκο, άνοιξη του 1956. Ο Χουάν Ραμόν είχε περάσει τη ζωή του πιστεύοντας ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να πεθάνει. Του έλεγαν: "Τα λέμε αύριο". Κι αυτός συνήθως απαντούσε: "Αύριο; Και πού θα είμαι εγώ αύριο;" Παρ'όλα αυτά, όταν μετά από αυτόν τον αποχαιρετισμό έμενε μόνος και πήγαινε στο σπίτι του, παρέμενε ήρεμος και καθόταν να κοιτάζει τα χαρτιά και τα πράγματά του. Οι φίλοι του έλεγαν πώς ταλαντευόταν ανάμεσα στην ιδέα ότι μπορούσε να πεθάνει όπως ο πατέρας του, ενώ κοιμόταν -εκείνον τον είχαν ξυπνήσει ταρακουνώντας τον για να του πουν την είδηση- και την ιδέα ότι σωματικά δεν του συνέβαινε τίποτα. Ο ίδιος περιέγραψε αυτή την άποψη την προσωπικότητάς του σαν "απροστάτευτη αριστοκρατία".
Είχε περάσει τη ζωή του πιστεύοντας ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να πεθάνει, όμως ποτέ δεν του πέρασε από το νου η σκέψη ότι θα πέθαινε πρώτη η Ζηνοβία, η γυναίκα του, η ερωμένη του, η αρραβωνιστικιά του, η γραμματέας του, το χέρι του για καθετί πρακτικό ("ο κουρέας του", έφτασε να πει μιλώντας γι'αυτήν) ο σωφέρ του, η ψυχή του.


Πουέρτο Ρίκο, άνοιξη του 1956. Η Ζηνοβία επιστρέφει από τη Βοστώνη για να πεθάνει στο πλευρό του Χουάν Ραμόν. Δυό χρόνια αγωνίστηκε με θάρρος ενάντια στον καρκίνο αλλά την υπέβαλλαν σε μια υπερβολική θεραπεία με ακτινοβολίες και της έκαψαν τη μήτρα. Η άφιξή της στο Σαν Χουάν, χωρίς να το ξέρει, συμπίπτει με την άφιξη κάποιων Σουηδών δημοσιογράφων, που γνωρίζουν ήδη ότι το βραβείο Νόμπελ εκείνης της χρονιάς θα απονεμηθεί στον Ισπανό ποιητή. Ο ανταποκριτής μιας σουηδικής εφημερίδας στη Νέα Υόρκη ζητά από τη Στοκχόλμη να επισπεύσει την απονομή του βραβείου για να προλάβει να το μάθει η Ζηνοβία πριν πεθάνει. Όμως όταν εκείνη το μαθαίνει, δεν μπορεί πια να μιλήσει. Ψιθυρίζει ένα νανούρισμα -λένε ότι η φωνή της θύμιζε τον αμυδρό ήχο του χαρτιού που τσαλακώνεται- και την επομένη μέρα πεθαίνει.


Ο Χουάν Ραμόν, βραβείο Νόμπελ, μένει σαν ανάπηρος. Το νανούρισμα έχει διαπεράσει την απροστάτευτη αριστοκρατία. Όταν μετά την κηδεία τον πάνε πίσω στο σπίτι του, η υπηρέτρια -που ζει ακόμα, είναι πάνω από ενενήντα χρονών και τα θυμάται πολύ καλά όλα αυτά, τα αφηγείται σήμερα στο Σαν Χουάν σε όποιον τη ρωτήσει σχετικά- θα γίνει μάρτυρας μιας παρανοικής συμπεριφοράς, προμήνυμα του προσηλυτισμού του Χουάν Ραμόν στην τέχνη του Όχι.


Όλη η δουλειά που είχε κάνει η Ζηνοβία οργανώνοντας σοφά το έργο του άντρα της, όλο εκείνο το έργο τόσων χρόνων, όλη εκείνη η μεγαλειώδης και υπομονετική εργασίας της πιστής μέχρι το θάνατο ερωτευμένης γυναίκας, χαραμίζεται όταν ο Χουάν Ραμόν τα κάνει όλα άνω κάτω, απελπισμένος, τα πετάει με δύναμη στο πάτωμα και τα τσαλαπατάει οργισμένος. Από τη στιγμή που η Ζηνοβία έχει πεθάνει, δεν τον ενδιαφέρει πια το έργο του. Θα πέσει από εκείνη τη μέρα σε μια απόλυτη λογοτεχνική σιωπή, δεν θα ξαναγράψει ποτέ πια. Θα ζει μονάχα για να τσαλαπατάει μέχρι τέλους, σαν πληγωμένο ζώο, το ίδιο του το έργο. Θα ζει μονάχα για να λέει στον κόσμο οτι τον ενδιέφερε να γράφει μόνο επειδή ζούσε η Ζηνοβία. Αφού πέθανε εκείνη, πέθαναν τα πάντα. Ούτε μια γραμμή παραπάνω, μόνο βαθιά ζωώδης σιωπή. Και στο βάθος του βάθους μια αξέχαστη φράση του Χουάν Ραμόν -δεν ξέρω πότε την είπε αλλά το σίγουρο είναι πως την είπε- για την ιστορία του Όχι: "Το καλύτερο έργο μου είναι η μεταμέλεια για το έργο μου".

~ Ενρίκε Βίλα-Μάτας, Μπάρτλεμπυ και Σία

2 σχόλια:

Σταυρούλα είπε...

Κι αυτό το βιβλίο του γεμάτο διακειμενικότητα λοιπόν. :)

Φαίνεται ενδιαφέρον ;)

Marina είπε...

Ακούγεται στενόχωρο να μη μπορεί ν' απολαύσει κάποιος αξιόλογος συγγραφέας τις στιγμές της ζωής του απο την αγωνία του πιθανού του θανάτου που ίσως βρίσκεται στο κατώφλι ίσως όχι αλλά να συνεχίζει μέχρι τη στιγμή που αναλίσκεται η σύντροφός του. Μετά ξαναπέφτει στη δίνη της μελαγχολίας, παρότι σε άλλη βάση, μέχρι να καταλαβει οτι ο στόχος της ζωή μας είναι να αδράχνουμε τη στιγμή και όχι να αγωνιούμε για αυτό που δεν έρχεται ποτέ.
Δεν είμαι ρομαντική, συμφωνώ.